σκεπτικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκεπτικισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκεπτικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό σύστημα που αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης γενικά ισχυουσών αληθειών
- το να είναι κανείς διστακτικός
- (πολιτική) το να είναι κανείς αρνητικός σε επικρατούσα πολιτική (πχ. ευρωσκεπτικισμός)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκεπτικισμός
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)