άνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνοια | οι | άνοιες |
γενική | της | άνοιας | των | ανοιών |
αιτιατική | την | άνοια | τις | άνοιες |
κλητική | άνοια | άνοιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνοια < αρχαία ελληνική ἄνοια < ἄνους < ἀ- στερητικό + νοῦς (έλλειψη νου)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άνοια θηλυκό
- κουταμάρα, μωρία, έκπτωση πνευματικής ικανότητας
- (ιατρική) βαθμιαία απώλεια των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου
- αγγειακή άνοια
- αλκοολική άνοια
- γεροντική άνοια
- τύπου Alzheimer άνοια
- πολυεμφρακτική άνοια