evangelium
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- evangelium < (άμεσο δάνειο) λατινική εὐαγγέλιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]evangelium ουδέτερο
- καλή είδηση
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) ευαγγέλιο
Κλίση
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- evangelium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.