Μετάβαση στο περιεχόμενο

evangelium

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Evangelium

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
evangelium < (άμεσο δάνειο) λατινική εὐαγγέλιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

evangelium ουδέτερο

  1. καλή είδηση
  2. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) ευαγγέλιο
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική evangelium evangelia
γενική evangeliī & evangeli evangeliōrum
δοτική evangeliō evangeliīs
αιτιατική evangelium evangelia
κλητική evangelium evangelia
αφαιρετική evangeliō evangeliīs
(β' κλίση)