grand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | grand |
συγκριτικός | grander / more grand |
υπερθετικός | grandest / most grand |
Επίθετο[επεξεργασία]
grand (en)
- μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακό και μεγάλο ή σημαντικό
Πηγές[επεξεργασία]
- grand (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- grand (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 531. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεγαλοπρεπής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grand | grands |
θηλυκό | grande | grandes |
grand (fr)