księgarz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | księgarz | księgarze |
γενική (dopełniacz) | księgarza | księgarzy |
δοτική (celownik) | księgarzowi | księgarzom |
αιτιατική (biernik) | księgarza | księgarzy |
οργανική (narzędnik) | księgarzem | księgarzami |
τοπική (miejscownik) | księgarzu | księgarzach |
κλητική (wołacz) | księgarzu | księgarze |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
księgarz (pl) αρσενικό