malum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.lum/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ma‐lum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]malum (la) ουδέτερο
- το κακό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malum | mala |
γενική | malī | malōrum |
δοτική | malō | malīs |
αιτιατική | malum | mala |
κλητική | malum | mala |
αφαιρετική | malō | malīs |
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- malum < (άμεσο δάνειο) δωρική διάλεκτος μᾶλον (μήλο) / μῆλον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.lum/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ma‐lum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]malum
- (φρούτο) μήλο
- (φυτό) ἀριστολόχεια (Aristolochia)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malum | mala |
γενική | malī | malōrum |
δοτική | malō | malīs |
αιτιατική | malum | mala |
κλητική | malum | mala |
αφαιρετική | malō | malīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- malum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.