poli
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- poli < polir
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poli | polis |
θηλυκό | polie | polies |
poli (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poli (fr) αρσενικό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
poli (io)