sacrifice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sacrifice sacrifices

sacrifice (en)

ενεστώτας sacrifice
γ΄ ενικό ενεστώτα sacrifices
αόριστος sacrificed
παθητική μετοχή sacrificed
ενεργητική μετοχή sacrificing

sacrifice (en) sacrifice (en)



      ενικός         πληθυντικός  
sacrifice sacrifices

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sacrifice < λατινική sacrificium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.kʁi.fis/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sacrifice (fr) αρσενικό

  1. η θυσία
     συνώνυμα: immolation, libation, oblation
  2. η αφοσίωση
     συνώνυμα: abnégation, dévouement

Συγγενικά

[επεξεργασία]