Μετάβαση στο περιεχόμενο

sacrifice

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sacrifice sacrifices

sacrifice (en)

ενεστώτας sacrifice
γ΄ ενικό ενεστώτα sacrifices
αόριστος sacrificed
παθητική μετοχή sacrificed
ενεργητική μετοχή sacrificing

sacrifice (en)

  • θυσιάζω
      They sacrificed their lives for the ideals of Hellenism.
    Θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδεώδη του ελληνισμού.



      ενικός         πληθυντικός  
sacrifice sacrifices

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sacrifice < λατινική sacrificium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.kʁi.fis/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sacrifice (fr) αρσενικό

  1. η θυσία
     συνώνυμα: immolation, libation, oblation
  2. η αφοσίωση
     συνώνυμα: abnégation, dévouement

Συγγενικά

[επεξεργασία]