satisfied
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | satisfied |
συγκριτικός | more satisfied |
υπερθετικός | most satisfied |
satisfied (en)
- ικανοποιημένος, ευχαριστημένος επειδή πέτυχα κάτι ή επειδή συνέβη κάτι που ήθελα να συμβεί
- ⮡ Even the most difficult customer was satisfied with the politeness and willingness of the employees.
- Και ο πιο δύσκολος πελάτης έμενε ικανοποιημένος με την ευγένεια και την προθυμία των υπαλλήλων.
- ⮡ Even the most difficult customer was satisfied with the politeness and willingness of the employees.
- ικανοποιημένος, πιστεύω ή αποδέχομαι ότι κάτι είναι αλήθεια
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]satisfied (en)