sprawa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sprawa | sprawy |
γενική | sprawy | spraw |
δοτική | sprawie | sprawom |
αιτιατική | sprawę | sprawy |
οργανική | sprawą | sprawami |
τοπική | sprawie | sprawach |
κλητική | sprawo | sprawy |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sprawa (pl) θηλυκό