stadium
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stadium (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stadium (en)
- στάδιο (μονάδα μέτρησης)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stadium | stadia |
γενική | stadiów | |
δοτική | stadiom | |
αιτιατική | stadia | |
οργανική | stadiami | |
τοπική | stadiach | |
κλητική | stadia |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stadium (pl) ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πολωνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)