suck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
suck sucks

suck (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας suck
γ΄ ενικό ενεστώτα sucks
αόριστος sucked
παθητική μετοχή sucked
ενεργητική μετοχή sucking

suck (en)

  1. ρουφώ
    I am sucking the orange juice with a straw.
    Ρουφάω την πορτοκαλάδα με καλαμάκι.
  2. εκμυζώ
  3. βυζαίνω, θηλάζω
  4. (ΗΠΑ) (αμετάβατο, αργκό) είμαι χάλια
    Our national team sucks right now.
    Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
     συνώνυμα: in bad shape