suck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
suck sucks

suck (en)

  • το ρούφηγμα, η ενέργεια του να ρουφάω
    a suck of the soup/coffee - ρούφηγμα της σούπας/του καφέ

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας suck
γ΄ ενικό ενεστώτα sucks
αόριστος sucked
παθητική μετοχή sucked
ενεργητική μετοχή sucking

suck (en)

  1. (μεταβατικό) ρουφάω, απομυζώ, παίρνω υγρό, αέρα κτλ. στο στόμα μου χρησιμοποιώντας τους μύες των χειλιών μου
    I am sucking the orange juice with a straw.
    Ρουφάω την πορτοκαλάδα με καλαμάκι.
    He sucked the orange dry.
    Ρούφησε το πορτοκάλι ως την τελευταία σταγόνα.
    Mosquitoes suck blood.
    Τα κουνούπια ρουφάνε το αίμα.
    Parasites suck nutrients from animals or plants.
    Τα παράσιτα απομυζούν θρεπτικές ουσίες από ζώα ή από φυτά.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πιπιλίζω, βυζαίνω, θηλάζω, κρατώ κάτι στο στόμα μου και το τραβώ με τα χείλη και τη γλώσσα μου
    He’s sucking his thumb/his lollipop.
    Πιπιλίζει το δάχτυλό του/το γλειφιτζούρι του.
    The baby was sucking at his mother’s breast.
    Το μωρό βύζαινε στο στήθος της μητέρας του.
  3. (μεταβατικό) απορροφώ, βγάζω υγρό, αέρα κτλ. από κάτι
    Plants suck up moisture from the soil.
    Τα φυτά απορροφούν υγρασία από το έδαφος.
    This machine sucked the juice out of the lemon.
    Αυτή η μηχανή έβγαλε το χυμό από το λεμόνι.
  4. (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω, τραβάω κάποιον ή κάτι με μεγάλη δύναμη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    The canoe was sucked down the whirlpool. (The whirlpool sucked it down.)
    Το κανό ρουφήχτηκε από τη ρουφήχτρα. (Το κατάπιε η ρουφήχτρα.)
  5. (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) είμαι χάλια
    Our national team sucks right now.
    Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
     συνώνυμα: in bad shape

Πηγές[επεξεργασία]