suck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suck | sucks |
suck (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | suck |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sucks |
αόριστος | sucked |
παθητική μετοχή | sucked |
ενεργητική μετοχή | sucking |
suck (en)