swamp
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
swamp | swamps |
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | swamp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swamps |
αόριστος | swamped |
παθητική μετοχή | swamped |
ενεργητική μετοχή | swamping |
swamp (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)