Μετάβαση στο περιεχόμενο

switch off

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας switch off
γ΄ ενικό ενεστώτα switches off
αόριστος switched off
παθητική μετοχή switched off
ενεργητική μετοχή switching off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
switch off <  δείτε τις λέξεις switch και off

switch off (en)