συγκέντρωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr, mg
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του [[συγκεντρώνω]] και του [[συγκεντρώνομαι]]
* η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του [[συγκεντρώνω]] και του [[συγκεντρώνομαι]]
# [[μάζεμα]]
#* μάζεμα, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
#:''πρώτος σκοπός της Μακντόναλντ ήταν η '''συγκέντρωση''' και ψηφιοποίηση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμένων''
#*:''όταν το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας απαγορεύονται οι '''συγκεντρώσεις''' άνω των πέντε ατόμων''
# [[μάζωξη]], [[συνάθροιση]] πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
#*:''πρώτος σκοπός της Μακντόναλντ ήταν η '''συγκέντρωση''' και ψηφιοποίηση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμένων''
#:''όταν το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας απαγορεύονται οι '''συγκεντρώσεις''' άνω των πέντε ατόμων''
#* [[κατάσταση]] στην οποία κάποιος [[σκέφτομαι|σκέφτεται]] μόνο για κάτι [[συγκεκριμένος|συγκεκριμένο]]
# [[κατάσταση]] στην οποία κάποιος [[σκέφτομαι|σκέφτεται]] μόνο για κάτι [[συγκεκριμένος|συγκεκριμένο]]
# {{χημ}} αναλογία της [[ποσότητα]]ς μιας [[ουσία|ουσίας]] σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
# {{χημ}} αναλογία της [[ποσότητα]]ς μιας [[ουσία|ουσίας]] σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
#: ''η '''συγκέντρωση''' αλάτων στο νερό είναι απαγορευτική για να το πιει κάποιος''
#: ''η '''συγκέντρωση''' αλάτων στο νερό είναι απαγορευτική για να το πιει κάποιος''

Αναθεώρηση της 11:43, 5 Ιουνίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}

Ετυμολογία

συγκέντρωση < ελληνιστική συγκέντρωσις < συγκεντρῶ

Ουσιαστικό

συγκέντρωση θηλυκό

  1. μάζεμα
    πρώτος σκοπός της Μακντόναλντ ήταν η συγκέντρωση και ψηφιοποίηση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμένων
  2. μάζωξη, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
    όταν το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων
  3. κατάσταση στην οποία κάποιος σκέφτεται μόνο για κάτι συγκεκριμένο
  4. Πρότυπο:χημ αναλογία της ποσότητας μιας ουσίας σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
    η συγκέντρωση αλάτων στο νερό είναι απαγορευτική για να το πιει κάποιος

Συγγενικά

→ δείτε τη λέξη  συγκεντρώνω

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια