βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:βρόχος]] |
|||
[[en:βρόχος]] |
|||
[[fr:βρόχος]] |
|||
[[mg:βρόχος]] |
|||
[[ru:βρόχος]] |
Αναθεώρηση της 16:49, 29 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρόχος < αρχαία ελληνική βρόχος
Ουσιαστικό
βρόχος αρσενικό
- (λόγιο) η θηλιά σε μία κρεμάλα
- Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε σφίγγει και πνίγει
- Πρότυπο:πληροφ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά υπό μία συνθήκη
- Πρότυπο:ηλεκτρολ κλάδοι δικτύου που αναπτύσσονται σε κλειστή (κυκλική) διαδρομή