πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
#: ''η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά '''πάθη''' των συμφώνων στην αρχαία ελληνική'' |
#: ''η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά '''πάθη''' των συμφώνων στην αρχαία ελληνική'' |
||
# {{παρωχ}} (''συνήθως στον πληθυντικό'') αφροδίσιο νόσημα |
# {{παρωχ}} (''συνήθως στον πληθυντικό'') αφροδίσιο νόσημα |
||
==={{εκφράσεις}}=== |
|||
* (τραβάω) '''τα πάθη του λιναριού''' / '''τα πάθη του Χριστού''' / '''των παθών μου τον τάραχο''': (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
Γραμμή 28: | Γραμμή 31: | ||
* [[παθιάζομαι]] |
* [[παθιάζομαι]] |
||
* [[παθιασμένος]] |
* [[παθιασμένος]] |
||
====={{πολυλεκτικοί όροι}}===== |
|||
* [[Εβδομάδα των Παθών]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 12:31, 26 Αυγούστου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάθος < αρχαία ελληνική πάθος
Ουσιαστικό
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- πάθος για τη ζωγραφική
- ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- τα Πάθη του Χριστού
- των παθών μου τον τάραχο
- Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
- η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
- (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα
Εκφράσεις
- (τραβάω) τα πάθη του λιναριού / τα πάθη του Χριστού / των παθών μου τον τάραχο: (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάθος < πάσχω
Ουσιαστικό
πάθος
- οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
- ατύχημα
- αρρώστια
- διάθεση, κατάσταση
- Πρότυπο:λογικ οι ιδιότητες των πραγμάτων
- Πρότυπο:γραμμ η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης