εξοντώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: de töten, vernichten, ausrotten |
|||
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|exterminer}}, {{τ|fr|anéantir}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|exterminer}}, {{τ|fr|anéantir}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|töten}}, {{τ|de|vernichten}}, {{τ|de|ausrotten}} |
|||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 19:03, 28 Σεπτεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
εξοντώνω (παθητική φωνή: εξοντώνομαι)
Συγγενικά
- αλληλοεξοντώνομαι
- αλληλοεξόντωση
- αλληλοεξοντωτικός
- εξόντωση
- εξοντωτικά
- εξοντωτικός
- → δείτε τις λέξεις ον και είμαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοντώνω | εξόντωνα | θα εξοντώνω | να εξοντώνω | εξοντώνοντας | |
β' ενικ. | εξοντώνεις | εξόντωνες | θα εξοντώνεις | να εξοντώνεις | εξόντωνε | |
γ' ενικ. | εξοντώνει | εξόντωνε | θα εξοντώνει | να εξοντώνει | ||
α' πληθ. | εξοντώνουμε | εξοντώναμε | θα εξοντώνουμε | να εξοντώνουμε | ||
β' πληθ. | εξοντώνετε | εξοντώνατε | θα εξοντώνετε | να εξοντώνετε | εξοντώνετε | |
γ' πληθ. | εξοντώνουν(ε) | εξόντωναν εξοντώναν(ε) |
θα εξοντώνουν(ε) | να εξοντώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξόντωσα | θα εξοντώσω | να εξοντώσω | εξοντώσει | ||
β' ενικ. | εξόντωσες | θα εξοντώσεις | να εξοντώσεις | εξόντωσε | ||
γ' ενικ. | εξόντωσε | θα εξοντώσει | να εξοντώσει | |||
α' πληθ. | εξοντώσαμε | θα εξοντώσουμε | να εξοντώσουμε | |||
β' πληθ. | εξοντώσατε | θα εξοντώσετε | να εξοντώσετε | εξοντώστε | ||
γ' πληθ. | εξόντωσαν εξοντώσαν(ε) |
θα εξοντώσουν(ε) | να εξοντώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξοντώσει | είχα εξοντώσει | θα έχω εξοντώσει | να έχω εξοντώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξοντώσει | είχες εξοντώσει | θα έχεις εξοντώσει | να έχεις εξοντώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξοντώσει | είχε εξοντώσει | θα έχει εξοντώσει | να έχει εξοντώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοντώσει | είχαμε εξοντώσει | θα έχουμε εξοντώσει | να έχουμε εξοντώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξοντώσει | είχατε εξοντώσει | θα έχετε εξοντώσει | να έχετε εξοντώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοντώσει | είχαν εξοντώσει | θα έχουν εξοντώσει | να έχουν εξοντώσει |
|
Μεταφράσεις
εξοντώνω