ανυποψίαστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Βικιποίηση των μεταφράσεων
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{=el=}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'|ανυποψίαστ}}
{{προσχέδιο}}

{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
: ρηματικό επίθετο από το στερητικό [[αν-]] και το ρήμα [[υποψιάζομαι]]
: {{προσχέδιο-ετυμ}} <!-- Βγάλτε το πρότυπο και γράψτε την προέλευση της λέξης -->
{{-επιθ-}}
{{-επιθ-}}
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* που δεν [[υποψιάζομαι|υποψιάζεται]] ότι κάτι έχει ή πρόκειται να συμβεί
* {{προσχέδιο-ορισμ}} <!-- Βγάλτε το πρότυπο και γράψτε τον ορισμό -->
: <!-- ''Πρόταση-παράδειγμα.'' -->
: <!-- ''Πρόταση-παράδειγμα.'' -->


<!-- {{-συγγ-}}
{{-συνων-}}
* [[]] -->
* [[ανύποπτος]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα -->
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα -->
{{(}}
{{(}}
<!-- * {{en}} : {{ξεν|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{ξεν|en|unsuspecting}}
<!-- * {{sq}} : {{ξεν|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{ξεν|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 19:30, 23 Σεπτεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυποψίαστος η ανυποψίαστη το ανυποψίαστο
      γενική του ανυποψίαστου της ανυποψίαστης του ανυποψίαστου
    αιτιατική τον ανυποψίαστο την ανυποψίαστη το ανυποψίαστο
     κλητική ανυποψίαστε ανυποψίαστη ανυποψίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυποψίαστοι οι ανυποψίαστες τα ανυποψίαστα
      γενική των ανυποψίαστων των ανυποψίαστων των ανυποψίαστων
    αιτιατική τους ανυποψίαστους τις ανυποψίαστες τα ανυποψίαστα
     κλητική ανυποψίαστοι ανυποψίαστες ανυποψίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

ρηματικό επίθετο από το στερητικό αν- και το ρήμα υποψιάζομαι

Πρότυπο:-επιθ- ανυποψίαστος

Πρότυπο:-συνων-

Πρότυπο:-μτφ-