συνίζηση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'λύση'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[συνίζησις]] < [[συνιζάνω]] < [[συν-]] + [[ἱζάνω]] (καθίζω)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[συνίζησις]] < [[συνιζάνω]] < [[συν-]] + [[ἱζάνω]] (καθίζω)

Αναθεώρηση της 12:31, 6 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνίζηση οι συνιζήσεις
      γενική της συνίζησης* των συνιζήσεων
    αιτιατική τη συνίζηση τις συνιζήσεις
     κλητική συνίζηση συνιζήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνιζήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνίζηση < αρχαία ελληνική συνίζησις < συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (καθίζω)

Ουσιαστικό

συνίζηση θηλυκό

  • η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/).


Μεταφράσεις