συνίζησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνίζησῐς αἱ συνιζήσεις
      γενική τῆς συνιζήσεως τῶν συνιζήσεων
      δοτική τῇ συνιζήσει ταῖς συνιζήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνίζησῐν τὰς συνιζήσεις
     κλητική ! συνίζησῐ συνιζήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνιζήσει
γεν-δοτ τοῖν  συνιζησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνίζησις < συνιζάνω, συνιζη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνίζησις, -εως θηλυκό

  1. καθίζηση, βούλιαγμα, καταβύθιση
  2. (ελληνιστική σημασία) συνίζηση (γραμματική)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]