βούλιαγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούλιαγμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του βουλιάζω
- κοιλότητα σε μια επιφάνεια που είναι αποτέλεσμα πρόσκρουσης
- ακούμπησε σ' ένα στύλο στο παρκάρισμα και τώρα έχει ένα βούλιαγμα στο φτερό