άφρυδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφρυδος | η | άφρυδη | το | άφρυδο |
γενική | του | άφρυδου | της | άφρυδης | του | άφρυδου |
αιτιατική | τον | άφρυδο | την | άφρυδη | το | άφρυδο |
κλητική | άφρυδε | άφρυδη | άφρυδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφρυδοι | οι | άφρυδες | τα | άφρυδα |
γενική | των | άφρυδων | των | άφρυδων | των | άφρυδων |
αιτιατική | τους | άφρυδους | τις | άφρυδες | τα | άφρυδα |
κλητική | άφρυδοι | άφρυδες | άφρυδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άφρυδος, -η, -ο
- που δεν έχει φρύδια
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φρύδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άφρυδος