ένδυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένδυση | οι | ενδύσεις |
γενική | της | ένδυσης* | των | ενδύσεων |
αιτιατική | την | ένδυση | τις | ενδύσεις |
κλητική | ένδυση | ενδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένδυση < ελληνιστική κοινή ἔνδυσις < αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ένδυση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ένδυση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένδυση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)