αγροκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγροκαλλιέργεια < αγρο- + -καλλιέργεια
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγροκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια των αγρών, των χωραφιών
- αστική αγροκαλλιέργεια (η καλλιέργεια αδόμητων εκτάσεων μέσα στις πόλεις)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγροκαλλιέργεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -καλλιέργεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)