αδιάσταλτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάσταλτος η αδιάσταλτη το αδιάσταλτο
      γενική του αδιάσταλτου της αδιάσταλτης του αδιάσταλτου
    αιτιατική τον αδιάσταλτο την αδιάσταλτη το αδιάσταλτο
     κλητική αδιάσταλτε αδιάσταλτη αδιάσταλτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάσταλτοι οι αδιάσταλτες τα αδιάσταλτα
      γενική των αδιάσταλτων των αδιάσταλτων των αδιάσταλτων
    αιτιατική τους αδιάσταλτους τις αδιάσταλτες τα αδιάσταλτα
     κλητική αδιάσταλτοι αδιάσταλτες αδιάσταλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιάσταλτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αδιάσταλτος, -η, -ο

  • που δεν έχει διασταλεί ή που δεν μπορεί να διασταλεί
    για το μοντάζ χρησιμοποιούμε ξεχωριστές αδιάσταλτες διαφάνειες (χρωμοφάν) για κάθε χρώμα πάνω στην οποία τοποθετούμε τα διαχωρισμένα φιλμ του αντίστοιχου χρώματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]