αδιάσταλτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάσταλτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάσταλτος, -η, -ο
- που δεν έχει διασταλεί ή που δεν μπορεί να διασταλεί
- για το μοντάζ χρησιμοποιούμε ξεχωριστές αδιάσταλτες διαφάνειες (χρωμοφάν) για κάθε χρώμα πάνω στην οποία τοποθετούμε τα διαχωρισμένα φιλμ του αντίστοιχου χρώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάσταλτος
|