αερολιμενάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αερολιμενάρχης | οι | αερολιμενάρχες |
γενική | του του/της |
αερολιμενάρχη αερολιμενάρχου |
των | αερολιμεναρχών |
αιτιατική | τον/την | αερολιμενάρχη | τους/τις | αερολιμενάρχες |
κλητική | αερολιμενάρχη (αερολιμενάρχα) |
αερολιμενάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αερολιμενάρχης < αερολιμένας + -άρχης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αερολιμενάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) ο επικεφαλής των υπηρεσιών ενός αεροδρομίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αερολιμένας
- → δείτε τις λέξεις αερο-, λιμάνι και -άρχης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αερολιμενάρχης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λιμενάρχης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)