ακροφωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροφωνικός < ακροφων- + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακροφωνικός
- που αφορά το ακραίο γράμμα (φώνημα) μιας λέξης
- ακροφωνικό σύστημα γλώσσας: σύστημα γραφής στο οποίο η προφορά του κάθε γράμματος προέρχεται από την προφορά του αρχικού γράμματος τής λέξης που το δηλώνει ως γραφικό σύμβολό του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροφωνικός