ακόμιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακόμιστος < αρχαία ελληνική ἀκόμιστος,ος,ον (αφρόντιστος, που δεν τον έχουν περιποιηθεί)
Επίθετο[επεξεργασία]
ακόμιστος,η,ο
- που δεν τον έχουν μεταφέρει και παραδώσει, που δεν έχει κομιστεί (συνήθως για επιστολές)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακόμιστος