αλευρώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλευρώδης, -ης, -ες
- αυτός που μοιάζει με αλεύρι σε υφή ή κατάσταση
- αυτός που περιέχει ποσότητα αλεύρου