αλληλοεξοντωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλοεξοντωτικός < αλληλοεξοντώνομαι + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αλληλοεξοντωτικός
- που αλληλοεξοντώνεται με κάποιον άλλο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοεξοντωτικός