αμαστίγωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαστίγωτος η αμαστίγωτη το αμαστίγωτο
      γενική του αμαστίγωτου της αμαστίγωτης του αμαστίγωτου
    αιτιατική τον αμαστίγωτο την αμαστίγωτη το αμαστίγωτο
     κλητική αμαστίγωτε αμαστίγωτη αμαστίγωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαστίγωτοι οι αμαστίγωτες τα αμαστίγωτα
      γενική των αμαστίγωτων των αμαστίγωτων των αμαστίγωτων
    αιτιατική τους αμαστίγωτους τις αμαστίγωτες τα αμαστίγωτα
     κλητική αμαστίγωτοι αμαστίγωτες αμαστίγωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαστίγωτος < (ελληνιστική κοινήἀμαστίγωτος < μαστιγόω < μάστιξ

Επίθετο[επεξεργασία]

αμαστίγωτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]