αμμωνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμμωνιακός η αμμωνιακή το αμμωνιακό
      γενική του αμμωνιακού της αμμωνιακής του αμμωνιακού
    αιτιατική τον αμμωνιακό την αμμωνιακή το αμμωνιακό
     κλητική αμμωνιακέ αμμωνιακή αμμωνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμμωνιακοί οι αμμωνιακές τα αμμωνιακά
      γενική των αμμωνιακών των αμμωνιακών των αμμωνιακών
    αιτιατική τους αμμωνιακούς τις αμμωνιακές τα αμμωνιακά
     κλητική αμμωνιακοί αμμωνιακές αμμωνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμμωνιακός < αμμωνία + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

αμμωνιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αμμωνία
  2. που αναφέρεται στην αμμωνία
  3. που περιέχει αμμωνία
  4. που παράγεται από αμμωνία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]