αμμωνιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμμωνιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αμμωνία
- που αναφέρεται στην αμμωνία
- που περιέχει αμμωνία
- που παράγεται από αμμωνία