αμνησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμνησιακός, -ή, -ό
- που έχει αμνησία, που πάσχει αποτέλεσμα αμνησία
- Στην Ελλάδα θα βρεθεί ο Ματ Ντέιμον για τα γυρίσματα της νέας ταινίας με ήρωα τον αμνησιακό πράκτορα Τζέισον Μπορν. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμνησιακός
|