αμπερομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπερομετρικός < αμπερόμετρο + -ικός < γαλλική ampèremètre
Επίθετο[επεξεργασία]
αμπερομετρικός, -ή, -ό
- (φυσική) που έχει σχέση με το αμπερόμετρο ή αναφέρεται σ' αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπερομετρικός