αναντιπροσώπευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναντιπροσώπευτος η αναντιπροσώπευτη το αναντιπροσώπευτο
      γενική του αναντιπροσώπευτου της αναντιπροσώπευτης του αναντιπροσώπευτου
    αιτιατική τον αναντιπροσώπευτο την αναντιπροσώπευτη το αναντιπροσώπευτο
     κλητική αναντιπροσώπευτε αναντιπροσώπευτη αναντιπροσώπευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναντιπροσώπευτοι οι αναντιπροσώπευτες τα αναντιπροσώπευτα
      γενική των αναντιπροσώπευτων των αναντιπροσώπευτων των αναντιπροσώπευτων
    αιτιατική τους αναντιπροσώπευτους τις αναντιπροσώπευτες τα αναντιπροσώπευτα
     κλητική αναντιπροσώπευτοι αναντιπροσώπευτες αναντιπροσώπευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναντιπροσώπευτος < α- στερητικό και αντιπροσωπεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

αναντιπροσώπευτος, -η, -ο

  • που δεν εκπροσωπείται, που δεν τον αντιπροσωπεύει κανείς π.χ. σε μια διεθνή διάσκεψη για χώρα που δεν έχει στείλει αντιπρόσωπο ή που δεν της επιτράπηκε να στείλει ή για άτομο που δεν εκπροσωπείται στο δικαστήριο ή δεν έχει ορίσει πληρεξούσιο για κάποια διαδικασία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]