αναντιπροσώπευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναντιπροσώπευτος < α- στερητικό και αντιπροσωπεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
αναντιπροσώπευτος, -η, -ο
- που δεν εκπροσωπείται, που δεν τον αντιπροσωπεύει κανείς π.χ. σε μια διεθνή διάσκεψη για χώρα που δεν έχει στείλει αντιπρόσωπο ή που δεν της επιτράπηκε να στείλει ή για άτομο που δεν εκπροσωπείται στο δικαστήριο ή δεν έχει ορίσει πληρεξούσιο για κάποια διαδικασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναντιπροσώπευτος
|