ανεπούλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπούλωτος < μεσαιωνική ελληνική ανεπούλωτος < αν- + επουλώνω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπούλωτος, -η, -ο
- (για πληγή) που δεν έχει επουλωθεί