αντιποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιποίηση | οι | αντιποιήσεις |
γενική | της | αντιποίησης* | των | αντιποιήσεων |
αιτιατική | την | αντιποίηση | τις | αντιποιήσεις |
κλητική | αντιποίηση | αντιποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιποίη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀντιποιέω. Συγχρονικά αναλύεται σε αντι- + -ποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιποίηση θηλυκό
- (νομικός όρος) το να κάνει κάποιος δικό του κάτι με μη θεμιτό τρόπο, ιδίως το να ασκεί δικαίωμα ή εξουσία που δεν του ανήκει
- αντιποίηση αρχής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αντιποιούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)