αντιπυρίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπυρίνη οι αντιπυρίνες
      γενική της αντιπυρίνης των αντιπυρινών
αντιπυρίνων
    αιτιατική την αντιπυρίνη τις αντιπυρίνες
     κλητική αντιπυρίνη αντιπυρίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιπυρίνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Antipyrin (παλαιά εμπορική ονομασία). Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + πυρ + -ίνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιπυρίνη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]