αξιέραστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιέραστος < αρχαία ελληνική ἀξιέραστος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιέραστος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ερώμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιέραστος
|