αξιομίμητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιομίμητος η αξιομίμητη το αξιομίμητο
      γενική του αξιομίμητου της αξιομίμητης του αξιομίμητου
    αιτιατική τον αξιομίμητο την αξιομίμητη το αξιομίμητο
     κλητική αξιομίμητε αξιομίμητη αξιομίμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιομίμητοι οι αξιομίμητες τα αξιομίμητα
      γενική των αξιομίμητων των αξιομίμητων των αξιομίμητων
    αιτιατική τους αξιομίμητους τις αξιομίμητες τα αξιομίμητα
     κλητική αξιομίμητοι αξιομίμητες αξιομίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιομίμητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αξιομίμητος, -η, -ο

  1. που αξίζει να τον μιμηθεί κανείς
    αξιομίμητη πρωτοβουλία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]