απαίνευτος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαίνευτ
ος
η
απαίνευτ
η
το
απαίνευτ
ο
γενική
του
απαίνευτ
ου
της
απαίνευτ
ης
του
απαίνευτ
ου
αιτιατική
τον
απαίνευτ
ο
την
απαίνευτ
η
το
απαίνευτ
ο
κλητική
απαίνευτ
ε
απαίνευτ
η
απαίνευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαίνευτ
οι
οι
απαίνευτ
ες
τα
απαίνευτ
α
γενική
των
απαίνευτ
ων
των
απαίνευτ
ων
των
απαίνευτ
ων
αιτιατική
τους
απαίνευτ
ους
τις
απαίνευτ
ες
τα
απαίνευτ
α
κλητική
απαίνευτ
οι
απαίνευτ
ες
απαίνευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
απαίνευτος
<
α-
+
παινεύω
+
-τος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
απαίνευτος, -η, -ο
που δεν τον έχουν
παινέψει
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
παινεμένος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
παινεύω
,
έπαινος
και
αινώ
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
απαίνευτος
αγγλικά
:
unpraised
(en)
,
unlauded
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Malagasy