παινεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παινεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαινώ και παινεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
παινεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν επαινέσει