απολείτουργα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. απολείτουργα (επίρρημα) < μεσαιωνική ελληνική απολείτουργα < απο- + λειτουργία
  2. απολείτουργα (ουσιαστικό) < πληθυντικός αριθμός του απολείτουργο

Επίρρημα[επεξεργασία]

απολείτουργα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα απολείτουργα
      γενική των απολείτουργων
    αιτιατική τα απολείτουργα
     κλητική απολείτουργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

απολείτουργα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]