απολογούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολογούμενος < μετοχή ενεστώτα του απολογούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
απολογούμενος-η -ο
- (ως ουσιαστικό ή επίθετο) που απολογείται
- καθώς κάποιος απολογείται
- απολογούμενος ο δράστης επικαλέστηκε βρασμό ψυχικής ορμής
- να απολογείται
- από κατήγορος στο τέλος βρέθηκε απολογούμενος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολογούμενος