αποναρκωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποναρκωτικός < αποναρκώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποναρκωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απονάρκωση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποναρκώνω, ναρκώνω και νάρκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποναρκωτικός