απορητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορητικός η απορητική το απορητικό
      γενική του απορητικού της απορητικής του απορητικού
    αιτιατική τον απορητικό την απορητική το απορητικό
     κλητική απορητικέ απορητική απορητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορητικοί οι απορητικές τα απορητικά
      γενική των απορητικών των απορητικών των απορητικών
    αιτιατική τους απορητικούς τις απορητικές τα απορητικά
     κλητική απορητικοί απορητικές απορητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απορητικός < απορία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

απορητικός

  • που εκφράζει απορία
Η φιλοσοφία ως απορητικός λόγος
Ερωτηματικά και απορητικά δοκίμια για το πού πάμε την Ελλάδα οι Έλληνες
κατά μεν τα νοήματα πυκνός έστι και συνεστραμμένος και απορητικός (Pars I: Ammonius in Aristotelis Categorias commentarium) (Ἀμμώνιος ὁ Ἑρμείου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]