αρδευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρδευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αρδευτικός
- ο κατάλληλος για άρδευση
- αυτός που χρησιμοποιείται για άρδευση
- ※ Μπροστά από το σπίτι που στεγαστήκαμε περνάει πέρναγε ένα μεγάλο αρδευτικό αυλάκι. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρδευτικός
|