αρνησίπατρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αρνησίπατρις | οι | αρνησιπάτριδες |
γενική | του/της | αρνησιπάτριδος | των | αρνησιπατρίδων (αρνησιπάτριδων*) |
αιτιατική | τον/την | αρνησίπατρι(ν) | τους/τις | αρνησιπάτριδες |
κλητική | αρνησίπατρι | αρνησιπάτριδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «άπατρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρνησίπατρις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀρνησίπατρις < ἄρνησι(ς) + πατρίς, μορφολογικά αναλύεται αρνησί- + -πατρις
Επίθετο[επεξεργασία]
αρνησίπατρις αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρνησίπατρις
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άπατρις' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρνησί- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πατρις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)