αρρίζωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρρίζωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αρρίζωτος, -η, -ο
- που δε ρίζωσε
- (μτφ.) που δε δέθηκε στέρεα με το έδαφος, δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα κάπου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρρίζωτος
|