αρρίζωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρρίζωτος η αρρίζωτη το αρρίζωτο
      γενική του αρρίζωτου της αρρίζωτης του αρρίζωτου
    αιτιατική τον αρρίζωτο την αρρίζωτη το αρρίζωτο
     κλητική αρρίζωτε αρρίζωτη αρρίζωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρρίζωτοι οι αρρίζωτες τα αρρίζωτα
      γενική των αρρίζωτων των αρρίζωτων των αρρίζωτων
    αιτιατική τους αρρίζωτους τις αρρίζωτες τα αρρίζωτα
     κλητική αρρίζωτοι αρρίζωτες αρρίζωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρρίζωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αρρίζωτος, -η, -ο

  1. που δε ρίζωσε
  2. (μτφ.) που δε δέθηκε στέρεα με το έδαφος, δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα κάπου

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]